- ζωόπυρος
- ζωόπυρος, -ον (Α)βλ. ζώπυρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ԿԵՆԴԱՆԱԽԱՐՈՅԿ — ( ) NBH 1 1085 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 14c ա. ζωοπύρος ardens, vitalis. Կենդանւոյն խարուկիչ կամ բոցակիզօղ, եւ բոցակիզեալ. Արծարծ եւ կենդանի. *Հուր՝ նորոգիչ կենդանախարոյկ զօրութեամբն. Դիոն. երկն.: *Կենդանախարոյկ լուսով, կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)